- βιβλιεκδοτικός
- η , ό[ν] книгоиздательский;
βιβλιεκδοτικός οίκος — издательство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βιβλιεκδοτικός οίκος — издательство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βιβλιεκδοτικός — ή, ό ο σχετικός με την έκδοση βιβλίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλιοεκδότης. Η λ. βιβλιεκδοτικόν (κατάστημα) μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
βιβλιεκδοτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή σχετίζεται με την έκδοση βιβλίων: Αυτή η χρονιά χαρακτηρίστηκε από έντονη βιβλιεκδοτική δραστηριότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)